- αλοχρωμία
- η και αλατοχρωμία, η (χημ.), η ιδιότητα που έχουν μερικές οργανικές ενώσεις, άχρωμες, όταν ενωθούν με οξέα επίσης άχρωμα, να σχηματίζουν άλατα ζωηρά χρωματισμένα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.